affinage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
affinage affinages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

affinage (fr) αρσενικό

  1. η τελειοποίηση
  2. (γαστρονομία) η ωρίμανση των τυριών
  3. ο καθαρισμός, ο εξαγνισμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]