Μετάβαση στο περιεχόμενο

affineur

Από Βικιλεξικό
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό affineur affineurs
θηλυκό affineuse affineuses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

affineur (fr)

  • ο ειδικός της τελειοποίησης ενός αντικειμένου, του καθαρισμού ενός μετάλλου, της ωρίμανσης ενός τυριού, κ.α.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη affiner