afrikato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afrikato | afrikatoj |
αιτιατική | afrikaton | afrikatojn |
afrikato (eo)
- (φωνητική) το προστριβόμενο σύμφωνο