afternoon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
afternoon afternoons

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
afternoon < after- + noon

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

afternoon (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)