agrablaĵo
(Ανακατεύθυνση από agrablajho)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agrablaĵo | agrablaĵoj |
αιτιατική | agrablaĵon | agrablaĵojn |
agrablaĵo (eo)
- θέαμα για αναψυχή, διασκέδαση
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- agrablajho στο H-sistemo
- agrablajxo στο X-sistemo