aktiva

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aktiva < aktiv + -a

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aktiva aktivaj
αιτιατική aktivan aktivajn

aktiva (eo)

  • ενεργός, δραστήριος
    li estas aktiva elemento de la esperantistaro, είναι ενεργό/δραστήριο μέλος του κόσμου της εσπεράντο