akuŝintino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝintino | akuŝintinoj |
αιτιατική | akuŝintinon | akuŝintinojn |
akuŝintino (eo)