alfiere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alfiere alfieri

alfiere (it)

  1. ο αξιωματικός στο σκάκι
  2. σημαιοφόρος στρατιωτικός βαθμός