all at once
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]all at once (en) (ιδιωματισμός)
- μεμιάς, ξαφνικά
- ταυτόχρονα
- ⮡ He was laughing and crying all at once.
- Γελούσε κι έκλαιγε ταυτοχρόνως.
- ≈ συνώνυμα: at once → και δείτε τη λέξη simultaneously
- ⮡ He was laughing and crying all at once.