Μετάβαση στο περιεχόμενο

suddenly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός suddenly
συγκριτικός more suddenly
υπερθετικός most suddenly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
suddenly < sudden + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

suddenly (en)

  • ξαφνικά, μεμιάς, αιφνιδίως
      Really suddenly it started raining.
    Εντελώς ξαφνικά άρχισε να βρέχει.
      Suddenly he jumped to his feet.
    Πετάχτηκε μεμιάς όρθιος.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]