allonge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allonge | allonges |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]allonge (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη allonger
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
allonge | allonges |
allonge (fr) θηλυκό