allumeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό allumeur allumeurs
θηλυκό allumeuse allumeuses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

allumeur (fr)

  1. φανοκόρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
allumeur allumeurs

allumeur (fr) αρσενικό

  1. το σύστημα ανάφλεξης ενός κινητήρα βενζίνης ή πετρελαίου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη allumer