allumeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | allumeur | allumeurs |
θηλυκό | allumeuse | allumeuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
allumeur (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
allumeur | allumeurs |
allumeur (fr) αρσενικό
- το σύστημα ανάφλεξης ενός κινητήρα βενζίνης ή πετρελαίου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη allumer