amarelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amarelo (pt) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amarelo | amarelos |
θηλυκό | amarela | amarelas |
amarelo (pt)