amourette
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
amourette | amourettes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]amourette (fr) θηλυκό
- η επεισοδιακή ερωτική σχέση χωρίς συνέπεια, το φλερτάκι, η ερωτοτροπία
ενικός | πληθυντικός |
amourette | amourettes |
amourette (fr) θηλυκό