Μετάβαση στο περιεχόμενο

amourette

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
amourette amourettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amourette (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]