amuzo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amuzo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amuzo | amuzoj |
αιτιατική | amuzon | amuzojn |
amuzo (eo)
- η διασκέδαση, η ψυχαγωγία