anticoagulant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]anticoagulant (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]anticoagulant (en)
- το αντιπηκτικό ή αντιθρομβωτικό φάρμακο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | anticoagulant | anticoagulants |
θηλυκό | anticoagulante | anticoagulantes |
anticoagulant (fr) αρσενικό