αντιπηκτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιπηκτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιπηκτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιπηκτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που αποτρέπει την παθολογική πήξη του αίματος ή τη δημιουργία θρόμβων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιπηκτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αντιπηκτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιπηκτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιπηκτικός