αντιθρομβωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιθρομβωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antithrombotic < ελληνιστική κοινή ἀντί + θρομβόομαι / θρομβοῦμαι < αρχαία ελληνική θρόμβος
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιθρομβωτικός, -ή, -ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιθρομβωτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)