aplikado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aplikado | aplikadoj |
αιτιατική | aplikadon | aplikadojn |
aplikado (eo)
- η εφαρμογή, η εκτέλεση, η πραγματοποίηση