appréhension

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
appréhension appréhensions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

appréhension (fr) θηλυκό

  1. η αντίληψη
  2. ο φόβος
  3. η σύλληψη (από την αστυνομία)

Συγγενικά

[επεξεργασία]