arcade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arcade (en)
- μια σειρά από αψίδες
- η στοά (στεγασμένος διάδρομος με μαγαζιά)
- μαγαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια που λειτουργούν με κέρματα· ουφάδικο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arcade | arcades |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arcade (fr) θηλυκό