articulated
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]articulated (en)
- articulated bus - αρθρωτό λεωφορείο
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]articulated (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του articulate