αρθρωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρθρωτός | η | αρθρωτή | το | αρθρωτό |
γενική | του | αρθρωτού | της | αρθρωτής | του | αρθρωτού |
αιτιατική | τον | αρθρωτό | την | αρθρωτή | το | αρθρωτό |
κλητική | αρθρωτέ | αρθρωτή | αρθρωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρθρωτοί | οι | αρθρωτές | τα | αρθρωτά |
γενική | των | αρθρωτών | των | αρθρωτών | των | αρθρωτών |
αιτιατική | τους | αρθρωτούς | τις | αρθρωτές | τα | αρθρωτά |
κλητική | αρθρωτοί | αρθρωτές | αρθρωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρθρωτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αρθρωτός
- που αποτελείται από περισσότερα του ενός τμήματα που αρθρώνονται μεταξύ τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρθρωτός