αρθρωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρθρωτός η αρθρωτή το αρθρωτό
      γενική του αρθρωτού της αρθρωτής του αρθρωτού
    αιτιατική τον αρθρωτό την αρθρωτή το αρθρωτό
     κλητική αρθρωτέ αρθρωτή αρθρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρθρωτοί οι αρθρωτές τα αρθρωτά
      γενική των αρθρωτών των αρθρωτών των αρθρωτών
    αιτιατική τους αρθρωτούς τις αρθρωτές τα αρθρωτά
     κλητική αρθρωτοί αρθρωτές αρθρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Αρθρωτός σύνδεσμος μετάδοσης κίνησης αξονικά στον τρισδιάτατο χώρο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρθρωτός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αρθρωτός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]