ascensoriser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ascensoriser < ascenseur
Ρήμα[επεξεργασία]
ascensoriser (fr)
- (σπάνιο)
- (μεταβατικό) εξοπλίζω με ασανσέρ
- (μεταβατικό) μεταφέρω με ασανσέρ
- (αμετάβατο) μετακινούμαι όπως με ασανσέρ