astounding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
astounding (en)
- εκπληκτικός, καταπληκτικός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη surprising
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
astounding (en)