attend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | attend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attends |
αόριστος | attended |
παθητική μετοχή | attended |
ενεργητική μετοχή | attending |
Ρήμα[επεξεργασία]
attend (en)