attendance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
attendance attendances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

attendance (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η παρακολούθηση, η παρουσία, η πράξη της παρουσίας σε ένα μέρος
    Attendance at school is compulsory.
    Η παρακολούθηση στο σχολείο είναι υποχρεωτική.
    your attendance at the general meeting - η παρουσία σας στη γενική συνέλευση
    He has three attendances this month.
    Είχε τρεις παρουσίες αυτό το μήνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη presence

Πηγές[επεξεργασία]