attendance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attendance | attendances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attendance (en)
- η παρακολούθηση
- ↪ Attendance at school is compulsory.
- Η παρακολούθηση στο σχολείο είναι υποχρεωτική.
- ↪ Attendance at school is compulsory.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 657. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακολούθηση