attendance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attendance | attendances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attendance (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η παρακολούθηση, η παρουσία, η πράξη της παρουσίας σε ένα μέρος
Πηγές[επεξεργασία]
- attendance - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 657, 669-670. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακολούθηση, παρουσία