Μετάβαση στο περιεχόμενο

aubaine

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
aubaine aubaines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aubaine (fr) θηλυκό

  1. όφελος, απρόσμενο κέρδος
  2. (ιδιωματικό) εμπόρευμα που πωλείται με έκπτωση