author
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
author | authors |
author (en)
- (επάγγελμα) ο/η συγγραφέας
- ↪ The author of the book will do the translation himself.
- Ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου θα κάνει τη μετάφραση.
- ↪ The author of the book will do the translation himself.
- δημιουργός
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | author |
γ΄ ενικό ενεστώτα | authors |
αόριστος | authored |
παθητική μετοχή | authored |
ενεργητική μετοχή | authoring |
- συγγράφω
- ↪ He has authored a number of scientific papers.
- Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.
- ↪ He has authored a number of scientific papers.