aŭtovojo
(Ανακατεύθυνση από auxtovojo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtovojo | aŭtovojoj |
αιτιατική | aŭtovojon | aŭtovojojn |
aŭtovojo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtovojo | aŭtovojoj |
αιτιατική | aŭtovojon | aŭtovojojn |
aŭtovojo (eo)