aznavur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Aznavur

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aznavur < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ازناور (aznavur) < γεωργιανή აზნაური (aznauri)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: αρμενικά: ազնաւուր (aznavur)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑznɑˈvuɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: az‐na‐vur

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

aznavur (tr)

  1. (σπάνιο) μεγαλόσωμος, κακότροπος και ζόρικος άνθρωπος
  2. (σπάνιο) πολύ καυλιάρης άνθρωπος

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • aznavur - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • aznavur -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr