bétonneuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bétonneuse < béton
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bétonneuse | bétonneuses |
bétonneuse (fr) θηλυκό
- (σπάνιο) η μπετονιέρα (μηχάνημα)