bétonnière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /be.tɔ.njɛːʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bétonnière | bétonnières |
bétonnière (fr) θηλυκό
- η μπετονιέρα (μηχάνημα)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- bétonneuse (σπάνιο)