backyard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
backyard backyards

Ετυμολογία [επεξεργασία]

backyard < back + yard

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

backyard (en)

  • η πίσω αυλή
    The cunning dog got out from the backyard.
    Ο πονηρός σκύλος έφυγε από την πίσω αυλή.

Πηγές[επεξεργασία]