backyard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
backyard | backyards |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]backyard (en)
ενικός | πληθυντικός |
backyard | backyards |
backyard (en)