yard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
yard < αρχαία αγγλικά ġeard < γερμανικό garda που έχει την ινδοευρωπαϊκή ρίζα gher, συγγενές με το αρχαιοελληνικό χόρτος, λατινικό hortus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yard (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
yard < αρχαία αγγλικά yerd
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yard (en)
- γιάρδα (μονάδα μέτρησης μήκους)
- κεραία, αντένα ενός ιστιοφόρου
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yard (fr)
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
yard (it)