bakejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakejo | bakejoj |
αιτιατική | bakejon | bakejojn |
bakejo (eo)
- το αρτοπωλείο, ο φούρνος