Μετάβαση στο περιεχόμενο

αρτοπωλείο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρτοπωλείο τα αρτοπωλεία
      γενική του αρτοπωλείου των αρτοπωλείων
    αιτιατική το αρτοπωλείο τα αρτοπωλεία
     κλητική αρτοπωλείο αρτοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρτοπωλείο < άρτο(ς) + -ο- + -πωλείο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρτοπωλείο ουδέτερο

  • κατάστημα που πουλάει ψωμί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]