balançoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
balançoire < balance

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.lɑ̃.swaʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
balançoire balançoires

balançoire (fr) θηλυκό

  1. η τραμπάλα
     συνώνυμα: bascule
  2. η κούνια
     συνώνυμα: escarpolette

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  balance