balançoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- balançoire < balance
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ba.lɑ̃.swaʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
balançoire | balançoires |
balançoire (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη balance