barbaresco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό barbaresco barbaresci
θηλυκό barbaresca barbaresce

barbaresco (it)

  1. (γλώσσα) η γλώσσα των Βερβέρων
  2. άλογο της Μπαρμπαριάς
  3. (μεταφορικά) ένα γρήγορο άλογο
  4. (ποτό) είδος κόκκινου κρασιού του Πιεμόντε

Επίθετο

[επεξεργασία]

barbaresco (it)

  • Lua error in Module:labels at line 89: attempt to index field '?' (a nil value). ο κάτοικος της Μπαρμπαριάς, ο Βέρβερος