bazo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bazo < baz + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική bazo bazoj
αιτιατική bazon bazojn

bazo (eo)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ĉe la bazo: στη βάση, στην αρχή
Li estas ĉe la bazo de la verko. Αυτός είναι στην αρχή της εργασίας (η εργασία οφείλεται σ' αυτόν).

Συγγενικά[επεξεργασία]