bellissimo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bellissimo | bellissimi |
θηλυκό | bellissima | bellissime |
bellissimo (it)
- υπερθετικός βαθμός του bello + -issimo, πανέμορφος