Μετάβαση στο περιεχόμενο

bided

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bided (en)

  1. εναλλακτική μορφή του bode, αόριστος του bide
  2. εναλλακτική μορφή του bidden, παθητική μετοχή του bide