bide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | bide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bides |
αόριστος | bode, bided |
παθητική μετοχή | bidden, bided |
ενεργητική μετοχή | biding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]bide (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Παρωχημένο, εκτός από την έκφραση bide one's time. Αντ' αυτού χρησιμοποιείται το ρήμα abide
Βασκικά (eu)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bide (eu)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bide | bides |
bide (fr) αρσενικό