billet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
billet (en)
- μπιλιέτο (γράμμα)
Ρήμα[επεξεργασία]
billet (en)
- στρατωνίζω (σε ιδιωτικό σπίτι)
- στρατωνίζομαι (σε επιταγμένο ιδιωτικό σπίτι)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
billet | billets |
billet (fr) αρσενικό
- το εισιτήριο
- το χαρτονόμισμα