billet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

billet (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

billet (en)

  1. στρατωνίζω (σε ιδιωτικό σπίτι)
  2. στρατωνίζομαι (σε επιταγμένο ιδιωτικό σπίτι)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
billet billets

billet (fr) αρσενικό

  1. το εισιτήριο
  2. το χαρτονόμισμα