Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπιλιέτο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιλιέτο τα μπιλιέτα
      γενική του μπιλιέτου των μπιλιέτων
    αιτιατική το μπιλιέτο τα μπιλιέτα
     κλητική μπιλιέτο μπιλιέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπιλιέτο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπιλιέτο ουδέτερο

  • σύντομο μήνυμα σε ένα κομμάτι χαρτί, πρόχειρο γράμμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]