birdido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- birdido < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | birdido | birdidoj |
αιτιατική | birdidon | birdidojn |
birdido (eo)
- το πουλάκι (το μικρό του πουλιού)