blanko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blanko | blankoj |
αιτιατική | blankon | blankojn |
blanko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blanko | blankoj |
αιτιατική | blankon | blankojn |
blanko (eo)