bouffant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouffant | bouffants |
θηλυκό | bouffante | bouffantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
bouffant (fr)
- φαρδύς, που υπερκαλύπτει, που κάνει κάτι να φαίνεται φουσκωμένο, φουσκωτός