brag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brag brags

brag (en)

ενεστώτας brag
γ΄ ενικό ενεστώτα brags
αόριστος bragged
παθητική μετοχή bragged
ενεργητική μετοχή bragging

brag (en)